26.11.08

Η νύχτα

Καλύτερα να σωπαίνω και να κοιτάζω απ' το παράθυρο τα γκρίζα βελούδα της βραδιάς ν' αδράχνουν ήδη την αντικρινή λεωφόρο, σπίτι το σπίτι, πρώτα τα πιο μικρά κι έπειτα τ' άλλα, στο τέλος τα μεγάλα, κι έπειτα τους ανθρώπους που κινούνται ανάμεσά τους, όλο και πιο αμυδροί, αμφίβολοι και θολοί, διστάζοντας απ' το 'να πεζοδρόμιο στ' άλλο, προτού αδειστούν στο σκοτάδι.
Πιο μακριά, πολύ πιο μακριά απ' τα οχυρώματα, διάσπαρτα σ' όλο το μήκος της σκιάς, σειρές κι αράδες αχνά λαμπιόνια σαν πρόκες που κρεμάνε τη λήθη πάνω απ' την πόλη, κι άλλα μικρά φωτάκια που φεγγρίζουν ανάμεσά τους, πράσινα, που αναβοσβήνουν, κόκκινα, καράβια πάντα, κι άλλα καράβια, στόλος ολόκληρος φερμένος ολούθε, που περιμένει τρεμουλιαστός ν' ανοίξουν πίσω απ' τον Πύργο οι μεγάλες πύλες της Νύχτας.
σελ. 313