3.3.11

Η γιαγιά μου η Κρουσανιώτισσα



Είχε μακριά μαλλιά μέχρι τη μέση. Ξέχασα να τη ρωτήσω γιατί δεν τα έκοβε, θα την παίδευαν στο λούσιμο. Τελευταία δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου. Πότε ξέχναγε, πότε θυμόταν.
Είχε χιούμορ. Ένα ευγενές κράμα αυτοσαρκασμού και  ανωτερότητας, βαθιά  γήινης όμως.  Σα να μην μπορούσε τίποτα να την αγγίξει και σα να γνώριζε το τίποτα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Δεν παραπονιόταν ποτέ. Πονούσε και δεν το έλεγε. Έζησε μια μακρά και δύσκολη ζωή. Όλα τα ξεπέρασε. Ήταν ατρόμητη και περήφανη η γιαγιά μου. Η Μ.Κ από τον Κρουσώνα.

Ήταν γλυκύτατη, τον τελευταίο καιρό σα να είχαν μεγαλώσει  κι άλλο τα μάτια της, σα να ξανάνιωσε το δέρμα της από τη διαρκή και αναγκαστική ξεκούραση. Πόσο είχε κουραστεί όμως, τόσα χρόνια, στις εποχές που έζησε, με πολέμους, με χούντα, με έξι παιδιά, στις ελιές στα αμπέλια και αργότερα, στο εργοστάσιο.
Νοίκιαζε τότε ένα σπιτάκι στο Ηράκλειο κοντά σ’  εμάς, πήγαινα κάθε μέρα. Το θυμάμαι σαν χθες κι ας έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια. Θυμάμαι τη μυρωδιά και τη γεύση από το καθετί. Κοντά τους, -κοντά σ’  αυτήν και τον παππού μου τον Αντώνη- έζησα κάποιες από τις πιο ευτυχισμένες παιδικές στιγμές.
Τα  αλησμόνητα καλοκαίρια στο χωριό, τα μουσκεμένα στο κατσικίσιο γάλα στο πιάτο, με ολόκληρες φέτες ψωμιού μέσα. Το ψητό στην ξυλόσομπα που μοσχοβολούσε κύμινο και λεμόνι. Τα γλυκά που πάντα μου φύλαγε, τα πολυκαιρισμένα βιβλία του Καζαντζάκη που μύριζαν κρητικό χώμα, το κέντημα με τις φίλες.
Το στενό τους τότε είχε πολλούς γείτονες, τώρα έχει ερημώσει. Όποτε τη ρωτούσα πώς τα περνά μου έλεγε «μοναξά μωρέ Στελιώ μου». Πώς με κάρφωνε αυτή η κουβέντα κατάστηθα. Την επισκεπτόμασταν εμείς, αλλά εκείνης της έλειπε το βουητό της  γειτονιάς, η βόλτα μέχρι τη Μαρίκα, η κυριακάτικη λειτουργία. Τι σκληρή που γίνεται η ζωή στα γεράματα…  ανημπόρια και «μοναξά».

Την τελευταία φορά που την είδα, προσπάθησα να φωτίσω  τις άγνωστες πλευρές του βίου της, πώς ήταν τα παιδικά της χρόνια, πώς ένιωσε όταν παντρεύτηκε τον παππού, τέτοια. Αλλά δεν είπε πολλά, δεν θυμόταν, πονούσε, δεν ξέρω. Καθόμασταν έξω στη χειμωνιάτικη λιακάδα, ήθελα πολλά κι εγώ να της πω, αλλά δεν είπα τίποτα. Μόνο δάκρυζα. Μου είπε μόνο πως όταν έγινε το προξενιό κι αρραβωνιάστηκαν, έσπευσε ο παππούς με κάποια αφορμή να της  πιάσει τη γάμπα κι εκείνη τον αγριοκοίταξε και του είπε «ογλήγορα δεν είναι»;
Και πέρασαν γρήγορα τα χρόνια, δεν έμαθα αν τον ερωτεύτηκε, αν τον ζήλεψε, αν είχε όνειρα, αν φοβόταν. Και μετά πέρασε στην άλλη όχθη, ήσυχα όπως έζησε, την προτελευταία μέρα του χειμώνα, με χιόνια ακόμα στις βουνοκορφές. Και δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω για τα μαλλιά της.

Καλό ταξίδι γιαγιά μου αγαπημένη.

6 comments:

Sisyfina said...

Φυσικά
=======

Φαντάζομαι το χέρι της.
Να μεθοδεύει την παραφορά
τραγούδια μυστικά διαλέγοντας,
να ξεσκονίζει μνήμες
να χαϊδεύει νότες.
Αχ να 'μουν νότα, έστω τραυλή,
έστω θραυσμένη,
χάδι το χέρι της να μου δωρίσει πύρινο
ώς την απανθράκωση.
Φαντάζομαι τα μάτια της.
Να συννεφιάζουν, να πανηγυρίζουνε,
να λάμπουν, ολόγιομα να λάμπουν
ακούγοντας τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς,
παιδί παιδάκι ο χρόνος
και να κολυμπάει στην υγρασία τους.
Αχ να 'μουν τραγούδι να με πει
να με στολίσει,
να μ' ευλογήσει ο ρυθμός της
την ψυχή να λύσει.

Φαντάζομαι το δάκρυ της. Δακρύζω.
Στο γέλιο της γελώ και θριαμβεύω.
Φαντάζομαι την πίκρα της. Ραγίζω.
Και μέσα απ' τις ρωγμές μου ταξιδεύω.

Παντελής Μπουκάλας (Ρήματα, 2009)

mamma said...

Αχ, μωρέ Στελιώ της. Τυχερή που την είχες και έζησες όλα τούτα. Να' σαι καλά να την θυμάσαι.


(συγκινήθηκα, δεν φαντάζεσαι πόσο)

Sisyfina said...

Σ'ευχαριστώ. Περίεργη αίσθηση να μην είσαι πια εγγονή... χάθηκε ένας κρίκος.

demetrat said...

όσο λές και μυρίζεις με το μυαλό τη γιαγιά σου την Κρουσανιώτισσα, εγγονή θα είσαι.Αλλοίμονο από αυτούς που δεν έχουν πιά γεύσεις με εικόνα.
Ας πάει στο καλό.
δ

Sisyfina said...

Πολύ γλυκός ο λόγος σου.
Όταν χάνεται κάποιος, είναι που πεθαίνει ένα δικό μας κομμάτι μαζί του αυτό που μας πονάει πιο πολύ. Μακάρι να πίστευα στον παράδεισο.

demetrat said...

ούτε και γώ πιστεύω στον παράδεισο.
Όμως έχω την ανάγκη να αισθάνομαι πως οι απόντες αγαπημένοι μου ,από κάπου εκεί έξω, έχουν την έγνοια μου.
σε φιλώ.
δ