12.10.12

Μία απ' αυτές τις μέρες...



Σήμερα σηκώθηκα, ήπια καφέ, αποφάσισα να μην κάνω καμία δουλειά. Ούτε πιάτα, ούτε σκούπισμα σφουγγάρισμα, ούτε μάζεμα ρούχων, ούτε πλυντήριο, μαγείρεμα, τίποτα. Βγήκα έξω και ο ήλιος έλαμπε. Πήρα το ποδήλατο και η θάλασσα στο τέλος του δρόμου έλαμπε. Έσβησε το σκοτάδι των τελευταίων ειδήσεων. 
Πήγα στην παλιά πόλη, κατειλημένη από τουρίστες, ζαλισμένους από τα εμπορεύματα και την ομορφιά του μνημείου, που δεν κοιτάνε ποτέ μπροστά, δεν περπατάνε ποτέ ευθεία. Κράχτες και μαγαζάτορες τους πιάνουν την κουβέντα. Επιβεβλημένη ευγένεια κι ένα χαμόγελο, για λίγα ευρώ. Πήγα στη βιβλιοθήκη, σε μια έκθεση φωτογραφίας, σ' ένα ωραίο καφέ, χωρίς να γνωρίζω ακόμα ότι το βιβλίο που είχα στο σακίδιο, άξιζε χιλιάδες φορές το βάρος του σε χρυσάφι.  
Είχα διαβάσει παλιά κάτι λίγα δικά του αποσπασματικά, αλλά αυτό εδώ ήταν κεραυνοβόλος έρωτας από το πρώτο ποίημα


Στην άσφαλτο κυλάει το μεσημέρι λαβωμένο.
Όλα σπασμένα.
Σπασμένα γόνατα 
                           λαιμοί
                                      χέρια σπασμένα
σπασμένα συνθήματα
                                   σπασμένες φωνές
                                                                σπασμένο τραγούδι
σπασμένο.
Όμως εμείς το περιμένουμε να ρθει μέσ' από σημαίες κ' αίματα
τ' αλάβωτο μεσημέρι
μες στον σπασμένο καιρό
που λογαριάζεται κιόλας με το μέλλον.

"Θέση", Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα [1957-1983], εκδ. Γαβριηλίδης




Στο δρόμο της επιστροφής, ένιωθα σα να κουβαλούσα μολότοφ.

2 comments:

Takis X said...

Για αυτά σ`αγαπώ:)

Sisyfina said...

ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου

Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλον τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαρισμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είναι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.
-----------------------------------

κι εγώ :*