20.12.12
Η γιαγιά μου η Κρουσανιώτισσα II
Το επόμενο βράδυ του θανάτου της αναρωτήθηκα ενστικτωδώς αν θα κρυώνει κάτω από την κρύα βρεγμένη γη κι από τότε πέρασαν πολλά βράδια, η απουσία της έγινε σφίξιμο το κενό έγινε σφίξιμο, λυπάμαι που μαζί της χάθηκε μια υπέροχη γλώσσα
ντελόγο, αλαμπλίρι, ήντα λογάται, μεσκίνη, ξαργότου, εργάς, παντόνιαρέ με, μην του φρουκάσαι, εξεγιβεντίστηκε
Τη φαντάζομαι να με ρωτάει "Στελιώ ήντα πόκαμες;" τίποτα γιαγιά. Ρωτάει η μικρή συχνά για σένα και την καθησυχάζω λέγοντάς της ότι έγινες άγγελος που μας προστατεύει, με μακριά μαλλιά μεγάλα μάτια, που δεν γιαγιέρνει πίσω.
Κάθε φορά που χάνεται ένας αγαπημένος από τη ζωή μας γκρεμίζεται ένας τοίχος προστασίας, μένουμε εκτεθειμένοι, λιγοστεύουν τα σταθερά σημεία μπαίνει μέσα μας η νύχτα, ο ήλιος, η βροχή, ο άγριος άνεμος και δεν βρίσκουμε πού να σταθούμε, η ανάμνηση ρέει άπιαστη, παλιώνει στο βαρέλι,
μας μεθά με τις αναθυμιάσεις, τρεκλίζουμε ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο τότε και στο τώρα, να βάλουμε σημάδια πού είμαστε, τί είμαστε για να μη χαθούμε όταν στροβιλίζεται ο κόσμος και ακόμα και τ' αστέρια μας κοιτάζουν εχθρικά.
Ένα τείχος λιγότερο, μια αγαπημένη φωνή λιγότερη, κάποιος που σ' αγαπούσε από τότε που γεννήθηκες δεν υπάρχει πια, νιώθεις λιγότερος. Αφήνεις σημάδια λέξεις, όχι για να παραπονεθείς ή να χαρείς αλλά για να καταλάβεις. Γίνεται όλο και πιο ανεξήγητη η ομορφιά.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
3 comments:
ηλεκτρισμός!!!
μόνο αγάπη Χρήστο.
Όμορφο, για όλα τα ανεξήγητα όμορφα. Ώρα της καλή και σε σένα δύναμη ν'αντέξεις όλες τις ομορφιές που σου χάρισε
Post a Comment