13.6.12

Γραμμές από το Μισίρι



18.11.98
Είμαστε στην Αλεξάνδρεια. Μόλις βγαίνεις από το αεροδρόμιο, σε υποδέχεται ένα πηχτό πέπλο κοκκινωπής νύχτας και μυρωδιά χώματος. Είναι όπως την περίμενα. Ο ατέλειωτος παραλιακός δρόμος. Τα πέτρινα παγκάκια, τα κιόσκια, οι φοίνικες στις άκρες των δρόμων. Οι Άραβες όμορφοι, φρεσκοξυρισμένοι, κάνουν βόλτες δίπλα στη θάλασσα, τρεις-τρεις συνήθως, πιασμένοι αγκαζέ, οι γυναίκες που κυκλοφορούν είναι ελάχιστες και σχεδόν πάντα με μαντήλι. Δεν κρύβουν το πρόσωπο, μόνο τα μαλλιά. Είναι όμως μακιγιαρισμένες και αυτό δείχνει κάπως αφύσικο. 


9.30 το βράδυ και τα μαγαζιά είναι ακόμα ανοιχτά. Μικρά μαγαζάκια περίεργα, μυστήρια, αναρωτιέσαι τι πουλάνε. Εδώ ξεχνάς το ντεκόρ που στην Ευρώπη τουλάχιστον καταλαβαίνεις με τι έχεις να κάνεις από την πρόσοψη και μόνο. Εδώ έχει φρούτα, πιο κει πουλερικά, μετά ψιλικά, αλλά το εμπόρευμα είναι λιγοστό, τα μαγαζιά μισοάδεια. 


Ερημωμένες πολυκατοικίες και ψηλά βρώμικα κτίρια, μετά την κεντρική είσοδο σκοτάδι, εγκατάλειψη και απορία.  Χοάνες, μαύρες τρύπες έτοιμες να σε καταπιούν.
Η "οκέλα" και τα μυστικά της, ο "μπουάμπης" που ξέρει τα πάντα κάνει τα θελήματα. Βλέπει όλα τα έργα κάθε μέρα. Γάμους, κηδείες, αρρώστιες, χαρές, αμαρτίες, μετάνοιες, η ζωή κυλά απρόσκοπτα, ελ χαμπντουλιλά.



Αλάνες με ερείπια και σκόνη, το παραλιακό σκηνικό ακατοίκητο στις άκρες της πόλης, μια βομβαρδισμένη οικιστική γραμμή, φαγωμένη από την αλμύρα της Μεσογείου. Αγκαλιασμένα ζευγαράκια κάθονται και συζητούν, σταγόνες θάλασσας πάνω τους. Ο άντρας το πολύ πολύ ν’  απλώσει το χέρι του πάνω στους ώμους της μαντιλοδεμένης καλής του. Πηγαίνουν εκεί γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο;  ή μήπως δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρεκτός τη θάλασσα και τον ουρανό μπροστά από τα φλογερά μάτια τους;


9.5.00
Στο Grand Cafe με τον παραδεισένιο κήπο περιμένουμε ώρες ατέλειωτες  να μας φέρουν την παραγγελία. Λένε πως πολλές από τις τρελές καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε, συμβαίνουν μόνο στην Αίγυπτο. Ζητάς μια κρύα μπύρα και αργεί, αργεί πάρα πολύ, ρωτάς πού είναι και σου λένε ότι περιμένουν να παγώσει…Ακούμε δυνατούς χτύπους επί πολλή ώρα μες στη νύχτα. Αναρωτιόμαστε αν μαζεύουν τα σκουπίδια, αλλά γιατί τόσος θόρυβος; Έχουν αναποδογυρίσει τον κάδο και τον χτυπάνε για να αδειάσει καλά. Το γκαρσόνι χτυπάει κάτω το τραπέζι σα χταπόδι, για να το τινάξει! Όταν κάνουν ourfi εικονικούς γάμους για να μπορέσουν να κάνουν έρωτα, νομίζουν ότι κοροϊδεύουν το Θεό.




4.6.00
Ένας πλανόδιος είχε γράψει στον πάγκο του «σ’  αγαπώ» σε διάφορες γλώσσες και στα ελληνικά: ΣΑ ΓΑΠΩ.
Μέσα στην αγριότητα της φτώχειας, της βρομιάς, της σκόνης, το γέλιο τους. Η γλύκα της απαγόρευσης. Στο τραμ τα αγόρια περνούν από τα βαγόνια και πειράζουν τις κοπέλες σε απόσταση αναπνοής.
Ο απόκοσμος κόσμος μας. Στο τραμ έχεις την ευκαιρία να παρατηρείς, να συμμετέχεις στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Οι γυναίκες απομονώνονται στο μεσαίο βαγόνι, ο μόνος αρσενικός είναι ο εισπράκτορας, με σημαδεμένο μέτωπο από την προσευχή. Έρχεται με το τσιγάρο, ή κάθεται στη θέση του και τρώει πίτες με κρεμμύδι και φούλια και ελιές.Ένα πιτσιρίκι με παράξενο μάτι πίνει αχνιστό τσάι μέσα στο τραμ και μετά πλένει και το ποτήρι. Οι περισσότερες Αιγύπτιες τρώνε ποπ κορν ή παγωτό. Ή πίτες με φούλια και φαλάφελ συν το τουρσί. Ή τσιπς. 
Ο μουεζίνης λέει πέντε φορές τη μέρα ότι ο Θεός είναι ο Μεγάλος. Τους έχει στην τσίτα.   Ο Θεός σε παρακολουθεί, ξέρει τι κάνεις. Αυτός δίνει τη διαταγή σε όλες τις κινήσεις σου και σε όλη την κίνηση που βλέπεις και νιώθεις.  Η Αγγελική μού λέει ότι όλο αυτό το αισθάνεται σαν μια διαρκή Μ. Παρασκευή. 




21.5.00
Ο γέρος έχει κολλήσει στη μύτη του την εφημερίδα και τη διαβάζει. Τί ωραία που είναι στα καφενεία της κορνίς, όπου κι αν κάτσεις η θάλασσα.  
Ένα αγόρι στο ταμείο του μαγαζιού με τους χυμούς ψάλλει στίχους από το Κοράνι. Αρχίζω να καταλαβαίνω τη φιλοσοφία του Ισλάμ που σημαίνει υποταγή και τρόμος μπροστά στην απόλυτη φοβερή δύναμη. Αρχίζω να καταλαβαίνω τις γραμμές της έκστασης. 
25.5.00 
Maa fish nour (δε βλέπω φως). Θα κάνω μια μεγάλη βόλτα στην Αλεξάνδρεια. Βγαίνοντας έξω, η ζωή δυναμώνει στο φουλ. Σε πιάνει το κεφάλι σου από τη βοή του πλήθους.


μουσουλμάνες κούκλες βιτρίνας


9.6.00
To Romance στην κορνίς. Ζέστη και υγρασία. Χαρταετοί πετούν στον ουρανό.
Φυσάει φωτιά χαμηλά, δυνατά. Το μαγαζάκι του Νούβιου σαν τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά. Καταρράκτες από χάντρες, εκατομμύρια κολιέ και χαϊμαλιά, σκόνη, φυσητές γυάλινες γαλάζιες και πράσινες σφαίρες αιωρούνται και  αυτός, άγριος μαύρος με καφέ στο ασπράδι των ματιών και ομιλία σαν γάβγισμα.
Κινέσατ ελ γιουνάνι, η εκκλησία του Ευαγγελισμού μέσα σε στενά που φέρνουν απόγνωση και δίπλα, ένας πλουμιστός άσπρος μιναρές να ορθώνεται στον μελανιασμένο ουρανό σκαλιστός, δαντελωτός, κομψός, ντελικάτος, υπερήφανος και το υπόλοιπο τζαμί, ένα άθλιο τσιμεντένιο κτίριο μες στη λίγδα. 
Εκτυφλωτικό φως. Κάθονται και ενώ περιμένουν το λεωφορείο ή το ομαδικό ταξί  πίνουν τσάι από τον πλανόδιο, οι εργάτες στους σταθμούς των τραμ κάνουν διάλειμμα με το γυάλινο ποτηράκι στο χέρι, έχουν τα πάντα μαζί τους και είναι πλούσιοι γιατί είναι φτωχοί και δεν εξαρτώνται από τα αντικείμενα. 

No comments: