29.1.13

Αποχαιρετισμός


Αγαπημένε μου Δημήτρη,
με πήρε τηλέφωνο ο Φάνης χθες το βράδυ και μου είπε ότι πέθανες. Το είπε πολύ απότομα, αν και δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος ν' ανακοινώσεις κάτι τέτοιο με το μαλακό. Ένιωσα ένα βράχο να ριζώνει στο μέτωπό μου.
Πέρασαν πολλές σκηνές αστραπιαία από μπροστά μου. Από το Ηράκλειο, το Παλαιόκαστρο, την Αμμουδάρα, τα Χανιά, την Αθήνα, την Ίο, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Σέριφο, την Αλεξάνδρεια, το Άμστερνταμ, μέρη που είχαμε πάει μαζί, κοινές φωτογραφίες, όλες χάρτινες, σε όλες γελάμε.
Είπαμε ότι τουλάχιστον έζησες στα γεμάτα, ταξίδεψες σε όλο τον κόσμο, όπως ονειρευόσουν, έζησες άγρια, γλυκά, με τσίτα τα γκάζια, σα να το 'ξερες ότι η προθεσμία σου θα τέλειωνε στα 40, το σώμα σου θα παλλόταν ζεστό για λίγο ακόμα, ο δερβίσης που κέντησες στην πλάτη θα σε έπαιρνε μακριά και ψηλά μέσα στην περιδίνησή του και όλα αυτά που έζησες ανυποχώρητα, θα γίνονταν ένα όνειρο.
Έκλαψα όταν τα θυμήθηκα όλα αυτά, αλλά μετά αναρωτήθηκα γιατί, αυτά έγιναν και πέρασαν και δεν θα μπορούσαν να επαναληφθούν. Αυτά είχαν ήδη πεθάνει όπως όλες οι στιγμές που αφήνουμε πίσω, οι σκηνές, οι πίστες της ζωής μας.
Έκλαιγα για μένα; έκλαιγα για σένα; έκλαιγα για το μέλλον που δεν θα ΄ρθει; έκλαιγα για το αμετάκλητο, την ακινητοποίηση της μνήμης που κάποτε ήταν ύπαρξη;

Πήρα τηλέφωνο το Θωμά σήμερα το πρωί και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε από το κλάμα, να κάνουμε μια πλάκα απ' αυτές που συνηθίζαμε σαρκάζοντας τα πάντα.
Στην τελευταία μας συνομιλία μου είπες ότι είχες γεμίσει το κορμί σου τατού, αυτό το αμαρτωλό κορμί που τόσα χάρηκε, το λιβανίζει ένας παπάς τώρα που σου γράφω, σε σκέφτομαι να σηκώνεσαι και να του ρίχνεις χριστοπαναγίες και γελάω και κλαίω πάλι
σε λίγο θα κατέβεις στα υπόγεια, μακριά από το φως. Σ' αγαπήσαμε πολύ. Σου στέλνω το αντίο μου από μακριά και αν υπάρχει κόλαση, θα ξανασυναντηθούμε.




Στάσου να πιούμε άλλη μια
μη βιάζεσαι να φύγεις
είναι άσπρα ακόμα τα βουνά και η νύχτα είναι μεγάλη
Τύλιξε με το γέλιο σου την παγωνιά του πόνου
Δεν ήρθε ακόμα η άνοιξη να σε ακριβοστολίσει
να κατεβείς καμαρωτός λάμποντας στο σκοτάδι
να ζεσταθούνε οι ψυχές που τρέμουν απ' το κρύο
ν' ανθίσουνε και τα κλαριά που ξύλιασαν σαν χέρια
που έμειναν άδεια από αγκαλιές

Μα βιάστηκες να φύγεις

Στεγνώσανε τα μάτια μου μαράθηκε η καρδιά μου
δως μου νερό της λησμονιάς,
του ποταμού που πέρασες και ξέχασες τον κόσμο
στάσου λιγάκι να μου πεις τί είδες εκεί πέρα
κι όταν θα έρθω να σε βρω αν θα μ' αναγνωρίσεις
αν θα γελάσουμε μαζί όπως παλιά αθάνατοι
ατρόμητοι θεοί σα να ΄μαστε
κι όχι παιδιά που χάθηκαν
στο δάσος και στη νύχτα

Δημήτρη φίλε κι αδερφέ
σαν γιό σε χαιρετάω.

No comments: